Οι υπουργοί Οικονομικών της G7 πέτυχαν στις 5 Ιουνίου 2021 μια συμφωνία για την παγκόσμια φορολογική μεταρρύθμιση που θα σημαίνει ότι οι μεγαλύτερες πολυεθνικές επιχειρήσεις τεχνολογίας θα πληρώσουν το «δίκαιο μερίδιο φόρου» στις χώρες στις οποίες δραστηριοποιούνται.
Μετά από διήμερες συνομιλίες στο Λονδίνο, οι ομολόγοι της ομάδας των εφτά μεγαλύτερων οικονομιών στον κόσμο συμφωνούν σε μεταρρυθμίσεις που θα δουν τις συγκεκριμένες πολυεθνικές να πληρώνουν φόρο στις χώρες όπου δραστηριοποιούνται, αντί στις χώρες που διατηρούν την κεντρική ή περιφερειακή έδρα τους, ή την οικονομική ή νομική ιδιοκτησία των πνευματικών δικαιωμάτων που εμπορεύονται, ή ακόμα της μόνιμης έδρας του χώρου αποθήκευσης στο σύννεφο, όπως ισχύει μέχρι σήμερα.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, οι Υπουργοί Οικονομικών συμφώνησαν τις αρχές μιας φιλόδοξης παγκόσμιας λύσης δύο πυλώνων για την αντιμετώπιση των φορολογικών προκλήσεων που προκύπτουν από μια ολοένα και πιο παγκοσμιοποιημένη και ψηφιακή παγκόσμια οικονομία.
Σύμφωνα με τον πρώτο πυλώνα αυτής της ιστορικής συμφωνίας, οι μεγαλύτερες και πιο κερδοφόρες πολυεθνικές θα υποχρεωθούν να πληρώνουν φόρους στις χώρες όπου δραστηριοποιούνται – και όχι μόνο εκεί που έχουν την έδρα τους. Οι κανόνες θα ισχύουν για τις παγκόσμιες επιχειρήσεις με περιθώριο κέρδους τουλάχιστον 10% – και θα βλέπουν το 20% οποιουδήποτε κέρδους πάνω από το περιθώριο 10% να ανακατανέμεται και στη συνέχεια να υπόκειται σε φόρο στις χώρες που οι εταιρίες δραστηριοποιούνται. Τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για να διευκρινιστεί η ανακατανομή του υπολοίπου της φορολογικής βάσης, αφού αφαιρεθεί το 10% του κέρδους, είναι μεταξύ άλλων η παρουσία καταναλωτών/χρηστών στην πλατφόρμα. Αυτό σημαίνει πώς εάν π.χ., μια εταιρία δηλώνει κέρδη στη Μάλτα, το περιθώριο κέρδους που ξεπερνά το 10% δεν θα φορολογείται στην Μάλτα, αλλά στις χώρες που η πολυεθνική δραστηριοποιείται έχοντας πελάτες, δλδ, π.χ. στην Ισπανία, Ιταλία κτλ.
Σύμφωνα με τον δεύτερο πυλώνα, η ομάδα των 7 συμφώνησε με την αρχή ενός παγκόσμιου ελάχιστου συντελεστή που εξασφαλίζει ότι οι πολυεθνικές πληρώνουν φόρο τουλάχιστον 15% σε κάθε χώρα στην οποία δραστηριοποιούνται. Αυτό επιτρέπει ίσους όρους ανταγωνισμού για τις ψηφιακές εταιρίες με παρουσία εντός μόνο μίας εθνικής αγοράς και καταργώντας τη φοροαποφυγή.
Πρακτικά, με το σχέδιο των G7, ενώ στην Κύπρο ο συντελεστής είναι στο 12.5%, για αυτές τις πολυεθνικές, στο βαθμό που έχουν φορολογικές υποχρεώσεις στην Κύπρο, το 12.5% καταβάλλεται στην Κύπρο, και το υπόλοιπο 2.5% σε κάποιες άλλες φορολογικές δικαιοδοσίες, εκεί όπου δραστηριοποιούνται. Η τελική μορφή της πρότασης αναμένεται.
Η ιδέα έχει προωθηθεί από την νέα αμερικάνικη κυβέρνηση, στο πλαίσιο της φορολογικής μεταρρύθμισης του Μπάιτεν, και έχει επίσης υποστηριχθεί με ανάλογα σχήματα από τον ΟΟΣΑ, ο οποίος όμως φαίνεται να κλίνει σε ελάχιστο συντελεστή στο 12.5%.
Ανάλογη ιδέα έχει ενταχθεί στην ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής ‘Ένωσης ενός σχεδίου για ένα σύγχρονο πλαίσιο φορολογίας επιχειρήσεων της ΕΕ. Ενώ οι αποφάσεις των G7 σε θέματα φορολογίας δεν μεταφράζονται πάντοτε και απαραίτητα σε νομοθεσία, πολύ συχνά οι Ευρωπαϊκές φιλοδοξίες υλοποιούνται μέσω οδηγιών που υιοθετούνται με ομοφωνία από τους Υπουργούς Οικονομικών των κρατών μελών. Η Κύπρος δεν καθίσταται ως φορολογική έδρα μεγάλων ψηφιακών κολοσσών. ‘Όμως, εάν ο κανόνας επεκταθεί και σε άλλες πολυεθνικές, όπως είναι και η πρόθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η φορολογική βάση από κέρδη πολυεθνικών που διανέμεται μέχρι σήμερα στην Κύπρο και φορολογείται στο νησί, ίσως συρρικνωθεί.
Δρ. Ελένη Αποστολίδου
Επίκουρη Καθηγήτρια στο Επιχειρηματικό Φορολογικό
Διευθύντρια του Μεταπτυχιακού στο χρηματοοικονομικό δίκαιο και τη διεθνή φορολογία, Cyprus International Institute of Management.