Μνήμες 1821, μνήμες 1995-59, μνήμες που υποχρεώνουν, που σταυρώνουν τη συνείδηση κάθε Έλληνα, που σκέφτεται και τιμά τους προ-υπάρξαντες συνέλληνες, που κοίταξαν κατάματα τον φόβο, και είπαν “όχι”. Τούτη η περιφρόνηση του πιο μαρτυρικού από τα συναισθήματα, του φόβου, είναι που έδωσε ταυτότητα στον Έλληνα, στο πέρασμα της ιστορίας του χιλιάδων χρόνων. Και γίνεται, τότε, φοβερός ο Έλληνας: γίνεται πολεμιστής. Και η μοίρα του αμείλικτη, για τον ίδιο που σηκώνει το ανάστημα, και λέει «όχι», και για κείνους που το εισπράττουν ως απάντηση, οι επίβουλοι και άδικοι.

Γιατί τέτοιους εχθρούς έχει ο Έλληνας: επίβουλους και άδικους. Κι αν είναι να τονίσουμε τη διαφορά, σε λαούς ανάμεσα και έθνη, εδώ την εντοπίζουμε. Ο Έλληνας τυραννίστηκε και αντέδρασε, και σήκωσε τη σημαία του ψηλά, και πήρε στην Ελλάδα το ’21, και αρκετά πιο πριν, και στην Κύπρο το ’55, και πιο πριν, το σπαθί και το ντουφέκι στο χέρι. Προτού να τρέξει των εχθρών του το αίμα, ωστόσο, είχε δώσει το δικό του ποτάμι. Ταπεινώθηκε, έκλαψε, υπέμεινε, παρακάλεσε, ικέτεψε… Κι όσο ικέτευε, τόσο τον ταπείνωναν και τον ισοπέδωναν. Γενιές ολόκληρες στην Ελλάδα, την Κύπρο, γενιές Ελλήνων καταστράφηκαν, δυστύχησαν, εξανδραποδίστηκαν, βιάστηκαν, μέχρι να βρει τους βιαστές τους το κρίμα τους.

Το λέει σωστά ο Σπύρος Μελάς, στον Γέρο του Μωριά: «Από την εθνικήν ιστορία τίποτα δε θάχουμε νιώσει, αν δεν καθαρίσουμε καλά, ότι τριάντα αιώνων πολιτισμός, κληρονομιά υποσυνείδητη, μα πάντα ζωντανή μέσα στον Έλληνα, ούτε τον κούρασε ούτε τον αρρώστησε τόσο που να χάσει την πολεμική αρετή. Ότι αυτός, ο ναυτικός κι ο έμπορος, ο ήμερος φίλος της ησυχίας, είναι σύγχρονα λαός της φωτιάς, ικανός να δείξει, όταν ιστορικές περιστάσεις το καλούν, στρατιωτικά προτερήματα, όσα ούτε οι πιο φημισμένοι πολεμικοί λαοί.»

Μιλάμε για την επανάσταση του ’21, ακόμα, και πρέπει να γνωρίζουμε, στα σίγουρα, γιατί επαναστάτησαν οι Έλληνες. Τα τεκμήρια τα έχουμε. Κι είναι δύσκολο να επιλέξεις ανάμεσα στο πλήθος των περιγραφών της σκλαβωμένης Ελλάδας. Ο Francois Chateaubriand, που υπηρέτησε ως διπλωμάτης και Πρέσβης της Γαλλίας σε διάφορες πρωτεύουσες της Ευρώπης, και χρημάτισε Υπουργός Εξωτερικών κατά την περίοδο 1823-1824, περιηγήθηκε στην Ελλάδα. Συγγραφέας δεινός όπως ήταν, αποτύπωσε τη μαρτυρία του, περιγράφοντας την Ελλάδα 15 χρόνια πριν την Επανάσταση: «Ευτυχισμένοι οι περιηγητές που περιορίζουν τα ταξίδια τους στην πολιτισμένη Ευρώπη. Μένουν μακριά κι αγνοούν αυτές τις άλλοτε ένδοξες και φημισμένες χώρες, όπου η καρδιά σου μαραίνεται σε κάθε βήμα, κι όπου, κάθε στιγμή, ζωντανά ερείπια αποσπούν την προσοχή σου από τα πέτρινα και τα μαρμάρινα ερείπια. Μάταια στην Ελλάδα θα θελήσεις ν’ αφεθείς στη γοητεία της φαντασίας. Η πικρή αλήθεια σε κυνηγά αδιάκοπα. Λασποκάλυβα κατάλληλα για ζώα κι’ όχι για ανθρώπους· γυναίκες και παιδιά ρακένδυτα που το βάζουν στα πόδια μόλις ζυγώσει ξένος ή Γιανίτσαρος· ακόμα κι’ οι κατσίκες, τρομάζουν και σκορπάν εδώ κι εκεί στο βουνό· και μονάχα οι σκύλοι μένουν και σε υποδέχουνται με γαυγίσματα. …»

Αυτό ήταν η Ελλάδα για τέσσερις αιώνες, και γι’ αυτό επαναστάτησαν οι Έλληνες. Κι ό,τι επακολούθησε, η άβυσσος των μαχών και ο εμφύλιος σπαραγμός, αιτία τους έχουν το πρώτο αίμα, που έτρεξε με ευθύνη των επίβουλων και άδικων. Οι οιμωγές αλλά και οι ιαχές του αγώνα του ’21 ακούστηκαν μέχρι την Κύπρο του 1931 και μετά το 1955.

Αντίλαλος αναπέμπεται τη 18η Οκτώβρη του 1931, στο διάγγελμα προς τον κυπριακό λαό του επισκόπου Κιτίου Νικοδήμου Μυλωνά: “…Είπον ότι ο δρόμος είναι στενός και τεθλιμμένος και οδηγεί διά των θυσιών προς την σωτηρίαν της απολυτρώσεως. Τέκνα της φυλής που έστησε δίπλα από τους θριάμβους των ηρωισμών τα ολοκαυτώματα του Μεσολογγίου και του Αρκαδίου, ας μη ανακόψωμεν τον δρόμον, όστις μόνος οδηγεί προς τας τραχείας κορυφάς της επιτυχίας της νίκης.

Πενήντα και τρία χρόνια Αγγλικής κατοχής έπεισαν όλους και διεπίστωσαν περιτράνως:

* Ότι οι δούλοι λαοί δεν ελευθερούνται με τας ικεσίας και παρακλήσεις και τας εκκλήσεις προς τα αισθήματα των τυράννων.
* Ότι η μόνη σωτηρία μας από πάσης απόψεως είναι η εθνική απολύτρωσις και ότι οι ξένοι είναι εδώ δια να θεραπεύσουν τα γενικά και ειδικά συμφέροντά των με κατάντημα βέβαιον την ηθικήν και υλικήν μας εξαθλίωσιν.»

Το κίνημα εκείνο πνίγηκε, και η κατοχή έδειξε το αδίστακτο πρόσωπό της. Στις 22 του Οκτώβρη η αποικιοκρατική κυβέρνηση της Κύπρου έθεσε σε ισχύ κανονισμούς, που τους ονόμασε “Κανονισμούς περί αμύνης της Κύπρου”(!). Άμυνα εναντίον ποιών άραγε; Εναντίον των Κυπρίων φυσικά. Μεταξύ άλλων, ο κυβερνήτης ανελάμβανε έκτακτες εξουσίες που του έδιναν το δικαίωμα να εξορίζει Κυπρίους, να διορίζει λογοκριτές κλπ. Δινόταν επίσης η εξουσία σε οποιοδήποτε όργανο της τάξεως να συλλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο, ενώ γίνονταν αντικείμενο αυστηρού ελέγχου οι αφίξεις και αναχωρήσεις. Λογοκρισία επιβλήθηκε στις εφημερίδες, στο ταχυδρομείο και στο τηλεγραφείο. Μερικοί πρόσθετοι κανονισμοί απαγόρευαν τη συνάθροιση σε πάνω από 5 άτομα και έδιναν την εξουσία σε οποιοδήποτε κυβερνητικό όργανο να διαλύει συναθροίσεις. Επίσης απαγόρευαν την έκδοση και κυκλοφορία εντύπων χωρίς γραπτή άδεια.

Η Κύπρος πλήρωνε τη μερική της απαλλαγή από την τουρκική κατοχή με μια δυτικής απόχρωσης δικτατορία. Και η δικαιοσύνη του τυράννου, που δεν ανεχόταν να μην τον θέλουν στο κεφάλι τους οι Κύπριοι, ξεδιπλώθηκε σε όλο της το μεγαλείο, όταν άρχισε ο αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. Δεν θα μιλήσω πολύ εγώ. Θ’ αφήσω κάποιον που ο λόγος είναι δικός του σήμερα.

Στις 8 Μαϊου του 1956, δυο μέρες πριν τον απαγχονισμό του, ο Μιχαλάκης Καραολής έγραφε στον αδελφό του: «Αγαπητέ μου Ανδρέα, είμαι, αγαπητέ μου αδελφέ, πολύ στενοχωρημένος που θα σε λυπήσω με τα νέα μου… Το Εκτελεστικόν Συμβούλιον απεφάσισεν ότι θα εκτελεσθώ. Με πληροφόρησε ψες ο κ. Aϊρονς διά την απόφασιν αυτήν του Εκτελεστικού Συμβουλίου και η εκτέλεσις ωρίσθη διά την Πέμπτην, 10-5-1956. Η απόφασις αυτή επηρεάζει και τον Δημητρίου, είναι δε πολύ βραχεία η διορία που μας αφήνει. Εάν δε ο Παντοκράτωρ Κύριος δεν ματαιώσει τα σχέδιά τους, τότε την ερχομένην Πέμπτην την αυγήν θα ανέλθωμεν εις το φονικόν ικρίωμα διά να υποστούμε το μαρτύριον που από τόσους μήνες δολίως εμελέτησαν άνδρες άδικοι και πονηρότατοι παρά πάσαν την γήν. Ο Θεός όμως, «ο ετάζων νεφρούς και καρδίας», ας αποδώσει «εκάστω κατά την καρδίαν αυτού». … Εν όψει της τροπής αυτής των πραγμάτων εζήτησα να σου επιτραπή να έλθης εις τας φυλακάς να με επισκεφθής και μου το αρνήθησαν. Επίσης αρνήθησαν να επιτρέψουν εις θείους, θείας και πρώτα εξάδελφα να με επισκεφθούν. Εάν θελήση ο Κύριος να εκτελεσθώ και δεν μου επιτρέψουν να σε ιδώ και να σε αποχαιρετήσω και εσέ και τους άλλους στενούς συγγενείς, αυτό θα είναι το συμπλήρωμα της μεγάλης αδικίας που κάμνουν σε μένα και στην οικογένειάν μου η οποία αδικία θα τους είναι εις αιώνιαν καταφρόνησιν, αιώνιον αίσχος και αιώνιον στίγμα εις την ούτω καλουμένην δικαιοσύνην των. Σήμερον το πρωί ήλθαν να με επισκεφθούν η μητέρα μας, η Μαρούλα και η Νίκη. Ήταν ολωσδιόλου ανίδεες διά την απόφασιν αυτήν, αλλά, επειδή τα ενταθέντα μέτρα ασφαλείας τους έφεραν πολλήν πικρίαν, ήρχισαν να μου φωνάζουν συγκινητικά να μην φοβούμαι κ.λ.π. Εγώ δε νομίσας ότι είχαν προηγουμένως ειδοποιηθεί υπό της αστυνομίας διά την απόφασιν αυτήν (διότι υπεσχέθη προηγουμένως ο κ. Aϊρονς να τους ειδοποιήση), όταν ήλθαν κοντά μου, τους εμίλησα καθαρά. Δεν περιγράφεται δε η σκηνή της φρίκης, του πόνου, του σπαραγμού και της απογνώσεως που επηκολούθησε. Τα φτωχά και αδύναμα πλάσματα με γοερές κραυγές εθρήνουν και εκτυπιώντο και, καθώς ήσαν άσπρες σαν το πανί και ελυποθυμούσαν κάθε λίγο, μου επαρουσίαζαν ένα σπαραξικάρδιο θέαμα, που δεν μπόρεσα να κρατήσω την συγκίνηση και τα δάκρυά μου. Θλίβομαι, αγαπητέ μου αδελφούλη, θλίβομαι αφάνταστα όχι διά τον δικό μου τον χαμό, αλλά διά τον αβάστακτο πόνο που θα φορτώση η εκτέλεσίς μου στους ασθενείς και γεροντικούς ώμους των γονέων μου και τους ώμους των αδελφιών και των άλλων μου προσφιλών συγγενών. Θλίβομαι, διότι, ενώ ήλπιζον να γίνω το στήριγμα και ο προστάτης εις τες αγαπημένες μου αδελφές και να ξεκουράσω μια μέρα τους πολύμοχθούς μου προσφιλεστάτους γονείς, έρχεται το άδικον χέρι της ούτω καλουμένης δικαιοσύνης να με αποχωρήση από τα πρόσωπα που εστήριζαν σε μένα τόσες ελπίδες, ακριβώς εις στιγμήν κατά την οποίαν θα εκαρποφορούσαν οι ελπίδες των. … Χαίρε, γλυκέ μου Ανδρέα, και ο Θεός ας είναι πάντοτε μαζί σου.»

Το άδικο, η αδικία, η δικαιοσύνη τους, δεν άφησαν το αδύνατο να γίνει δυνατό, όπως κραύγαζε ο Διγενής, και να ελευθερωθεί ο Καραολής. Ο 23χρονος Μιχάλης, και μαζί του ο Ανδρέας Δημητρίου, πλήρωσαν την απείθειά τους με τη ζωή τους. Εισπράκτορες οι επίβουλοι και άδικοι.

Γιορτάζουμε λοιπόν – και φέτος – τις δύο αδελφές επετείους του Ελληνισμού. Τονίζω το «και φέτος» εμφατικά, όχι μόνο επειδή, χρόνο με τον χρόνο, μακρύνουμε από τα γεγονότα, και οι επέτειοι ξεθωριάζουν, αλλά γιατί, όσο βυθιζόμαστε στα ρήγματα της αδιάφορης εποχής μας, τόσο οι μνήμες δραματικών εποχών μοιάζουν παράταιρες. Πρόσφατα, μάλιστα, προστέθηκε κι άλλη διάσταση: εκείνη της άμβλυνσης των γωνιών που κρύβουν οι πολεμικές μνήμες για χάρη της προόδου σ’ ένα μέλλον καταλλαγής και συνδιαλλαγής με όσους για αιώνες έθεταν βέτο στην ύπαρξη του Ελληνισμού.

Έτσι, για να διασωθούν οι επέτειοι, και μαζί η μνήμη μας, και μαζί η ίδια μας η ύπαρξη, οφείλουμε να δώσουμε στον χρόνο τις διαστάσεις που έχει. Το παρελθόν να το βλέπουμε, πράγματι, ως παρελθόν, το παρόν ως παρόν και το μέλλον ως άγνωστο. Έχουν ένα δίκαιο εκείνοι που λένε ότι το παρελθόν δεν πρέπει να δηλητηριάζει το παρόν και να υποθηκεύει το μέλλον. Αλλά δεν είναι σίγουρο πως αποτιμούν ορθά το παρελθόν… Ούτε πως διαβάζουν σωστά το παρόν. Ούτε ότι προβλέπουν σωστά το μέλλον.
Το παρελθόν των επετείων που γιορτάζουμε σήμερα δεν είναι, σίγουρα, ευχάριστο. Είναι παρελθόν αίματος, δυστυχίας, ακόμα και εμφύλιων σπαραγμών. Γιατί το θυμόμαστε λοιπόν; Δεν είναι οι σελίδες κίτρινες αρκετά για να τις αφήσουμε πίσω, να τις ξεχάσουμε, ακόμα και να τις σκίσουμε, από το βιβλίο της ιστορίας μας; Αυτό είναι το σκεπτικό, λίγο – πολύ, όσων συνταγογραφούν, αυτόκλητοι ιατροί της ιστορικής συνείδησης, για την “τοξικότητα” της εθνικής μνήμης. Κάνουν, ωστόσο, ένα λάθος. Κίτρινες σελίδες της ιστορίας δεν σημαίνει άχρηστες σελίδες της ιστορίας. Είναι κεφάλαια βιβλίου, που αν γενιές τα παραλείψουν, και μείνουν αδιάβαστα, τότε θα ακρωτηριαστεί το νόημα των κεφαλαίων που ακολουθούν. Για να μην πω ότι τα ύστερα κεφάλαια δεν θα έχουν νόημα.
Έτσι στη ζωή των εθνών. Έθνη που λησμονούν την ιστορία τους, τη διαδρομή που τους επέτρεψε να επιβιώσουν, σπαράσσονται στο διάβα του χρόνου, έρμαια καινούργιων κάθε φορά προκλήσεων, οι οποίες, όταν δεν θυμίζουν παλαιές και απαντημένες, δυνητικά μπορεί να σημάνουν την υποστολή του φρονήματος, το οποίο, σε άλλες εποχές, οδήγησε σε αγώνες νικηφόρους.

Το κρίσιμο ερώτημα, ωστόσο, είναι το εξής: χρειάζονται τα έθνη σήμερα; Χρειάζεται δηλαδή η αναφορά στην ιστορικότητα της ύπαρξης ενός λαού; Ή, μήπως, μπορούμε να επιβιώσουμε και δίχως τα έθνη, δίχως δηλαδή την ιστορία; Είναι γεγονός ότι μια τέτοια ιδέα κυκλοφορεί, αλλά πείθει κιόλας. Κάποτε τα εθνοφοβικά ιδεολογήματα υπερισχύουν των εθνοδοτικών. Αν συνυπολογίσουμε, επίσης, τις μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, σήμερα, την προσφυγική μετανάστευση, που κατακλύζει τον χαρακτήρα των σύγχρονων κρατών της Μεσογείου, η ιδέα της αποκλειστικής συγκατοίκησης στην ίδια πατρίδα με φορείς της αυτής ιστορικής καταγωγής εκ των πραγμάτων ξεθωριάζει, αλλά και “εκθέτει” όσους την υποστηρίζουν, αφού η άρνηση ασύλου στον πάσχοντα συνάνθρωπο, όποιας καταγωγής και αφετηρίας κι αν είναι αυτός, ερμηνεύεται ως βαρβαρότητα.

Επανέρχομαι, ωστόσο. Ποιά ανάγκη θα καθιστούσε τη συντήρηση της ιστορικής μνήμης ζητούμενο; Ίσως όχι η ίδια που οδήγησε τους προγόνους μας να πολεμήσουν και να χάσουν, πολλοί, τη ζωή τους. Όσο, εννοείται, μια τέτοια ανάγκη δεν προκύπτει. Δεν θα μέναμε, επομένως, δέσμιοι του παρελθόντος, από την άποψη αυτή, αφού το παρελθόν θα παρέμενε στις διαστάσεις του. Αυτό που κερδίζουν εκείνοι που θυμούνται ένδοξες και όχι μόνο, αγωνιστικές πάντως μνήμες, είναι ένα αίσθημα στο παρόν: το αίσθημα ότι από κάπου ερχόμαστε. Κι αυτό για χάρη του μέλλοντος. Γιατί όταν έχεις κατά νου ότι από κάπου έρχεσαι, μπορείς, κιόλας, να φανταστείς τον εαυτό σου κάπου να πηγαίνει. Όχι εσύ, η ατομική σου ύπαρξη πρωτογενώς, αλλά εσύ ως σημείο ενός ενιαίου ιστορικού σώματος, το οποίο δεν ασθενεί συρρικνούμενο, αλλά θάλλει αναπτυσσόμενο.

Και μνήμες που τρέφουν ψυχή και σώμα, και μεμονωμένων ανθρώπων, είναι μνήμες αγώνων, μνήμες εμποδίων που αφήσαμε πίσω, μνήμες κόπωσης που υπερβήκαμε, μνήμες αντιπάλων των οποίων κατισχύσαμε και κινδύνων από τους οποίους διαφύγαμε. Έτσι αισθάνεται κανείς καλά με το παρελθόν, και ατενίζει με θάρρος το αδιόρατο μέλλον. Στέρηση τέτοιων αναμνήσεων διογκώνει την ανασφάλεια για το μέλλον. Γιατί η λήθη ενός δύσκολου παρελθόντος δεν κάνει ξέγνοιαστο το μέλλον. Αντίθετα.

Θυμόμαστε, λοιπόν, για να θυμόμαστε. Ό,τι άλλο είναι να απορρεύσει ως ευεργεσία της μνήμης, ακολουθεί. Και κανείς, εν προκειμένω, δεν μπορεί να καταγγείλει αυτή τη μνήμη, κανείς να τη σκιάσει με αιτιάσεις για υπερβάλλοντα εθνικό ζήλο. Γιατί ο ζήλος της εθνικής μνήμης δεν μπορεί να είναι χλιαρός. Όπως δεν είναι χλιαρά τα αξιομνημόνευτα εθνικής σημασίας γεγονότα. Η μνήμη αυτή, επομένως, είτε είναι θερμή είτε δεν είναι μνήμη.

Εδώ, φυσικά, μπορεί κάποιος να φέρει την εξής ένσταση με νόημα. Γιατί η εθνική μας μνήμη να μην είναι ακριβοδίκαιη, στην υπηρεσία της αλήθειας, όπως παραγγέλνει δυο αιώνες τώρα ο Σολωμός. Γιατί να συγκρατεί τις δάφνες μας μόνο, κι όχι τ’ αγκάθια που ματώνουν μνήμη και ψυχή στην ανάσυρσή τους από τη σκοτεινή γωνιά του ερμαριού της εθνικής μας προίκας; Ποιός υποστήριξε, όμως, κάτι τέτοιο; Για να εκτιμήσεις, άλλωστε, και να υποστηρίξεις τους θριάμβους, πρέπει να ξέρεις καλά – και καλύτερα – τις γκρίζες σελίδες της εθνικής ιστορίας. Άλλωστε, εκείνοι που αξιώνουν μερίδιο στην εθνική καταγωγή και στο μέλλον μιας πατρίδας, όλα τα θυμούνται. Τη στάση αυτή μας δίδαξαν οι ίδιοι οι ήρωες του ’21, με πρώτο και καλύτερο τον Μακρυγιάννη, και τον Κολοκοτρώνη στο κατόπι του.

Οι ήρωες του ’21 δεν θέλουν μνημόσυνα και διθυράμβους. Και σίγουρα δεν πρέπει σήμερα εμείς, και αύριο, οι επόμενοι Έλληνες, να ανεβαίνουμε σκαλιά στην εκτίμηση των συμπατριωτών μας, στους ώμους πατώντας των προγόνων μας, ξεθάβοντας και λιβανίζοντας τα σεπτά τους σκηνώματα. Ο Νικηταράς, η Μαντώ Μαυρογένους, ο Κολοκοτρώνης μας θέλουν έντιμους και προσγειωμένους, και κυρίως όχι ιερόσυλους των αγώνων και των ιερών του Ελληνισμού. Θ’ αφήσω τον Κολοκοτρώνη να μιλήσει εκ μέρους όλων των αγωνιστών του ’21: «Εμάς να μη μας τηράτε πλέον. Το έργον μας και ο καιρός μας επέρασε, και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε τον δρόμον, θέλουν μετ’ ολίγον περάσει. Την ημέραν της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας… Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπον οπού ημείς ελευθερώσαμε…» (Θ. Κολοκοτρώνης, Λόγος στην Πνύκα, 07 Νοεμβρίου 1838.) Κι από την Κύπρο θα δώσω τον λόγο στον μικρό, τον μέγιστο Ευαγόρα Παλληκαρίδη: «Γειά σας παλιοί συμμαθηταί. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο, ας πάρει μιαν ανηφοριά ας πάρει μονοπάτια να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα. Αν ζω, θα μ΄ βρει εκεί.»
Και στην τελευταία του επιστολή: «Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ‘ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τί σήμερα τί αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.»

Έχει δίκιο ο Ευαγόρας: δεν ρωτάμε τους ήρωες «γιατί». Και είναι, αυτή, ελάχιστη ένδειξη σεβασμού στη θυσία τους. Δεν έχουμε δικαίωμα, όμως, να μην ξέρουμε «γιατί»: «γιατί» η επανάσταση του ’21, «γιατί» η επανάσταση του ’55. Ελάχιστο δικό μου καθήκον ήταν να μιλήσω για τούτο το «γιατί», που χρόνο με τον χρόνο το ξεχνάμε!